-
1 животный
επ.1. ζωικός•животный организм ζωικός οργανισμός•
животный мир, -ое царство ζωικό βασίλειο.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) ζωώδης, κτηνώδης. -
2 животный
живо́тн||ыйприл1. ζωικός:\животныйый мир τό ζωϊκό βασίλειο·2. перен (грубый, низменный) κτηνώδης, ζωώδης:\животныйый инстинкт τό ζωώδες (или τό κτηνώδες) ἐνστικτο· \животныйый страх ὁ ζωώδης φόβος. -
3 жир
το λίπ/ος, το πάχοςτο ξύγκιкостный - οστών, το οστεόλιποςпищевые - ы - η τροφής, τα εδώδιμα - ηрыбий - το ιχθυέλαιο, το ψαρόλαδο, το μου-ρουνέλαιο, το μουρουνόλαδο, синтетический - συνθετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жир
-
4 гликоген
(животный крахмал, углевод) το γλυκογόνο, το ζωικό άμυλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гликоген
-
5 крахмал
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крахмал
-
6 мир
I. 1. (вселенная, планета Земля) о κόσμος, το σύμπαν 2. (среда) о κόσμος, το βασίλειο II. (согласие) η ειρήνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мир
-
7 жир
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы α. λίπος• πάχος, ξύγκι• ατέαρ•растительный жир φυτικό λίπος•
животный жир ζωικό λίπος•
рыбный жир φαρόλαδο, ιχθυέλαιο.
|| μουρουνέλαιον, μουρουνόλαδο, ηπατέλαιο• -
8 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον).